σακοφόρος

σακοφόρος
σᾰκοφόρος, ον,
A = σακεσφόρος, Hsch.; dub. in Ath.Mitt.10.208 ([place name] Cyzicus).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σακοφόρος — ον, Α σακεσφόρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάκος «ασπίδα» + φόρος* (< φέρω)] …   Dictionary of Greek

  • σακοφόροι — σακοφόρος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”